Παραμύθια για μικρά παιδιά "Η χώρα των χρωμάτων"

Παραμύθια για μικρά παιδιά  "Η χώρα των χρωμάτων"


Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια μαγική χώρα που ήταν γεμάτη με χρώματα. Τα χρώματα υπήρχαν παντού και δεν ήταν μόνο πάνω στα πράγματα αλλά ακόμη και στον αέρα. Κάθε ήχος, κάθε μυρωδιά και κάθε συναίσθημα γινόταν χρώμα και ταξίδευε σαν ένα αφράτο σύννεφο στον αέρα. Όταν οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους ή γελούσαν, ο ήχος γινόταν χρώμα και ανέβαινε ψηλά ζωγραφίζοντας τον ουρανό με υπέροχα χρώματα. Παντού υπήρχαν ροζ, κίτρινα, πράσινα, κόκκινα και γαλάζια συννεφάκια που κυλούσαν στον αέρα κι έκαναν τη χώρα των χρωμάτων να μοιάζει παραδεισένια.

Αν κάποιος πήγαινε για πρώτη φορά στη χώρα των χρωμάτων θα έμενε έκπληκτος απ' όλη αυτή την ομορφιά και θα ήθελε να μείνει για πάντα εκεί. Θα ήθελε να απλώνει τα χέρια του και να χαϊδεύει όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα που ταξίδευαν στον αέρα και θα ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένος. Αλλά κανείς δεν ήξερε πώς να πάει στη χώρα των χρωμάτων γιατί ήταν μια χώρα μαγική και μόνο όσοι γεννιόντουσαν εκεί μπορούσαν να ζήσουν σε αυτή την υπέροχη χώρα.

Οι κάτοικοι της χώρας των χρωμάτων για πάρα πολλά χρόνια ήταν ευτυχισμένοι και χαίρονταν να παίζουν με τα χρώματα γύρω τους. Γελούσαν μόνο και μόνο για να βλέπουν το γέλιο τους να γίνεται χρώμα και να ταξιδεύει γύρω τους. Ένιωθαν τα χρώματα να τους κυκλώνουν και ήταν σαν μια υπέροχη αγκαλιά από χρώμα. Παντού υπήρχαν απαλές μπλε, μοβ, βιολετί, καφέ και πορτοκαλί αγκαλιές. Αλλά σιγά - σιγά συνήθισαν τα χρώματα κι έπαψαν να χαίρονται μαζί τους. Υπήρχαν μάλιστα στιγμές που έβρισκαν τα χρώματα ενοχλητικά και κουνούσαν τα χέρια τους με ανυπομονησία για να τα διώξουν μακριά!

Κανείς δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνουν για να αγαπήσουν ξανά τα χρώματα και να γίνουν πάλι ευτυχισμένοι. Ακόμη και ο βασιλιάς της χώρας τριγυρνούσε δυστυχισμένος μέσα στο τεράστιο παλάτι του και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να φέρει και πάλι τη χαρά στη χώρα του αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Περπατούσε πάνω - κάτω στενοχωρημένος και το μόνο που κατάφερνε ήταν να δημιουργεί όλο και περισσότερα χρώματα με τη βήματά του. Με κάθε του βήμα έβγαιναν όλο και περισσότερα χρώματα, μέχρι που το παλάτι του βασιλιά γέμισε με χρώματα κι αυτά άρχισαν να βγαίνουν έξω από τα παράθυρα και τις καμινάδες. Κι εκεί που ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να βάλει τις φωνές και να δημιουργήσει ακόμη περισσότερα χρώματα, θυμήθηκε ότι στα σύνορα της χώρας του υπήρχε ένας γέροντας που μπορούσε να δει το μέλλον. Χωρίς να χάσει ούτε λεπτό ο βασιλιάς πήρε το άλογό του κι έφυγε για να μάθει από τον σοφό παππού τι επρόκειτο να συμβεί στη χώρα του.

Καθώς το άλογο του βασιλιά κάλπαζε, άφηνε πίσω του μαγευτικά χρώματα που ανέβαιναν ψηλά και σχημάτιζαν ένα υπέροχο ουράνιο τόξο, αλλά κανείς από τους κατοίκους δεν ήθελε να το κοιτάζει, γιατί όλοι είχαν αρχίσει ν' αντιπαθούν τα χρώματα. Όταν λίγες μέρες μετά ο βασιλιάς έφτασε στο σπίτι του σοφού παππού τον ρώτησε:«Καλέ μου γέροντα, τι πρέπει να κάνω για να γίνουν και πάλι χαρούμενοι οι κάτοικοι της χώρας μου;» Κι ο σοφός παππούς που μπορούσε να δει το μέλλον του είπε: «Σύντομα, βασιλιά μου, η γυναίκα σου θα γεννήσει ένα αγοράκι που θα κάνει τους ανθρώπους να αγαπήσουν ξανά τα χρώματα και να γίνουν ευτυχισμένοι!» Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε με αυτό που άκουσε γιατί του φαινόταν απίστευτο ότι ένα μωρό θα μπορούσε να καταφέρει ό,τι δεν μπορούσε εκείνος. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ρωτήσει τον παππού αν ήταν σίγουρος αλλά δε θέλησε να τον προσβάλει γιατί ο σοφός παππούς ποτέ δεν είχε κάνει λάθος.

Ο βασιλιάς επέστρεψε στο παλάτι του κι φρόντισε να ενημερώσει όλους τους κατοίκους της χώρας των χρωμάτων πως μόλις γεννηθεί ο γιος του όλοι θα γίνουν και πάλι χαρούμενοι. Παντού στη χώρα ξεκίνησαν να ετοιμάζονται για ένα μεγάλο γλέντι για τη μέρα που θα γεννιόταν ο μικρός πρίγκιπας και ανυπομονούσαν να γίνουν τόσο χαρούμενοι όσο και πριν. Είχαν φτιάξει τεράστια τραπέζια, είχαν μαγειρέψει όλων των ειδών τα φαγητά και ήταν έτοιμοι να γλεντήσουν με τη ψυχή τους. Όπου κι αν κοίταζες έβλεπες ανθρώπους να γελούν και να χορεύουν. Παντού ακουγόταν μουσική και είχε γεμίσει όλη η χώρα με υπέροχα χρώματα.

Και η μέρα που περίμεναν δεν άργησε να έρθει. Η βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι που πραγματικά όποιος το έβλεπε έμενε άφωνος. Το μωράκι αυτό ήταν τόσο όμορφο που κυριολεκτικά έλαμπε αλλά δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμεναν... Το πριγκιπόπουλο δεν είχε χρώματα! Είτε έκλεγε είτε γελούσε, ο ήχος δεν γινόταν χρώμα.

Στην αρχή τα νέα ακούστηκαν σαν φήμη, σαν κακό αστείο αλλά γρήγορα όλοι έμαθαν την αλήθεια και τρόμαξαν. Πώς γίνεται το πριγκιπόπουλο να μην έχει χρώματα; Πώς γίνεται να έχασε τα χρώματά του; Όλοι ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τι μπορεί να σημαίνει αυτό και ξαφνικά μια σκέψη τους έκανε να σωπάσουν: «Μπορεί να χάσουμε κι εμείς τα χρώματά μας!» Ήταν η πρώτη φορά που οι κάτοικοι της χώρας των χρωμάτων σκέφτηκαν ότι μπορεί κάποια στιγμή να μην έχουν τα χρώματά τους και η σκέψη αυτή δεν τους άρεσε καθόλου. Άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους τα χρώματα στον αέρα, άρχισαν να τα αγγίζουν με αγάπη κι ενθουσιασμό σαν να τα έβλεπαν για πρώτη φορά, άρχισαν να γελούν και να φωνάζουν δυνατά, μέχρι που ο ουρανός γέμισε με τόσα χρώματα που δεν είχαν δει ποτέ ξανά. Το γλέντι που ξεκίνησε εκείνη τη μέρα ήταν το μεγαλύτερο που είχε γίνει ποτέ στη χώρα των χρωμάτων. Όλοι χαίρονταν που είχαν χρώματα γύρω τους και έκαναν όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσαν για να βλέπουν όλο και περισσότερα.


Έτσι έγιναν τα πράγματα και το πριγκιπόπουλο μεγάλωσε κι έγινε ο πιο ευτυχισμένος και ο πιο αγαπητός βασιλιάς στη χώρα των χρωμάτων. Ο μόνος βασιλιάς που δεν είχε δικά του χρώματα αλλά είχε την αγάπη των κατοίκων της χώρας του γιατί τους θύμιζε ότι τα χρώματα δεν είναι παντοτινά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Δείτε επίσης...