Σελίδες από το ημερολόγιο μιας γυναίκας... Το 24ωρο μιας γυναίκας

Σελίδες από το ημερολόγιο μιας γυναίκας...

 

Το 24ωρο μιας γυναίκας

Σήμερα το πρωί, όπως κάθε πρωί τα τελευταία χρόνια, το ξυπνητήρι ήταν να χτυπήσει στις 7:15. Δεν χτύπησε όμως, αλήθεια σου λέω! (Μεταξύ μας, ίσως να χτύπησε και να το έκλεισα, ίσως και να νύσταζα). Ξύπνησα από την κραυγή αγωνίας της κορούλας μου, «Μαμά! Σήκω, θα αργήσω στο σχολείο! Τι θέλεις δηλαδή, να λέει ο Τάκης ότι είμαι τεμπέλα; Ξύπνααα!». Χριστέ μου, όλα τα είχα, οι έρωτες της Αρετής μου έλειπαν. Μα είναι δυνατόν, 8 χρονών παιδί να έχει εκεί το μυαλό της;

Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω πανικόβλητη. Έπρεπε να αφήσω τη μικρή στο σχολείο και να φτάσω στη δουλειά, με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση. Απλά πράγματα. Έφυγα αναμαλλιασμένη και με το πουκάμισο στραβά κουμπωμένο, σαν κυνηγημένη προσφυγοπούλα.

Δεν πήγα και πολύ μακριά βέβαια, μέχρι το αυτοκίνητο, το οποίο δεν έλεγε να πάρει μπροστά με τίποτα. «Σου έχω κάνει κάτι, βρε αναθεματισμένο και με βασανίζεις; Γιατί δεν ξεκινάς και έχω να κάνω τόσες δουλειές.» Πώς το έλεγε ο Μιχάλης.. service. Α! Να, τι είχα ξεχάσει να κάνω. Κοίτα τώρα.. Ευτυχώς που ο Μιχάλης ήταν από ώρα στη δουλειά και δεν είδε το μικρό του θρίαμβο. Να, λοιπόν, γιατί έπρεπε να κάνω service στο αυτοκίνητο και εγώ που του έλεγα ότι το δικό μου δε μασάει. Φτου!

Ο οδηγός του ταξί είχε ξυπνήσει με κέφια, «Η μικρή σας αδερφή είναι το κοριτσάκι;» «Όχι κύριε, η κόρη μου!» «Μπράβο! Τόσο νέα και έχετε ήδη τόσο μεγάλο παιδί, ποιος να το 'λεγε» «Ο γυναικολόγος μου!» (Ήμαρτον, έχω τον πόνο μου, ακούω και φιλοφρονήσεις τρίτης κατηγορίας.)

Άφησα την Αρετή στο σχολείο και συνέχισα με τον ίδιο κεφάτο ταξιτζή για τη δουλειά. Σήμερα ήταν σημαντική μέρα, γιατί σήμερα που εγώ άργησα, θα ερχόταν το μεγάλο αφεντικό, να μας μιλήσει και να ελέγξει την εταιρεία του. Φυσικά όταν έφτασα, το αφεντικό ήταν ήδη εκεί και δε χάρηκε καθόλου που με είδε να καταφτάνω αργοπορημένη αλλά το έπαιξε υπεράνω, μη φανεί και κακός. Βρήκε, όμως, ευκαιρία να αρχίσει τα σχόλια για την αξία της συνέπειας και για εκείνους που δεν αποδίδουν στη δουλειά τους. Όλοι με κοιτούσαν με συμπάθεια, εκτός από τον υπεύθυνο του τμήματος που με πέρναγε από χιτλερικά βασανιστήρια με το βλέμμα του. Το μήνυμα ήταν σαφές, κάτσε να φύγει το αφεντικό και θα σε κάνω να θυμάσαι τη μέρα που άργησες, για πάντα.

Αλλά.. δεν ήταν τόσο απλό το θέμα, γιατί με το που έφυγε το αφεντικό, έπεσε τηλεφώνημα από το σχολείο. Η Αρετή δεν ένιωθε καθόλου καλά και έπρεπε να πάω να την πάρω άμεσα. Το έργο είχε φτάσει πια σε κρίσιμο σημείο για την ηρωίδα.. είχα αργήσει να πάω, το μεγάλο αφεντικό με είχε κατσαδιάσει, έστω και έμμεσα, και τώρα έπρεπε να πάρω άδεια για να φύγω νωρίτερα. Ο υπεύθυνος τμήματος, με κοίταξε με ξινισμένα μούτρα και μου είπε: «Εδώ κυρία μου, είναι η δουλειά σας, δεν είναι τουριστικός προορισμός. Όποτε θέλουμε πάμε, όποτε θέλουμε φεύγουμε!» (Στο σημείο αυτό τον φανταζόμουν σε έναν εξαίρετο τουριστικό προορισμό. Στη Σιβηρία, με μαγιό, να γίνεται μπλε από το κρύο σαν υπερμέγεθες στρουμφάκι). «Έχετε δίκιο» του είπα με ύφος μετανιωμένης αμαρτωλής «σήμερα κιόλας, θα ανταλλάξω το παιδί μου, με ένα που να έχει ανοσία στις ασθένειες.. άτρωτο». Δε μίλησε αλλά από τα γουρλωμένα μάτια του κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να παρεκτρέπομαι. Άλλωστε, για την πρωινή καθυστέρηση δεν είχα βρει καμιά δικαιολογία της προκοπής.

Πήγα στο σχολείο να πάρω την Αρετή, έτοιμη να σκάσω από τη στενοχώρια, απορούσα τι είχε πάθει το παιδί μου. Με το που με βλέπει, σκάει πονηρό χαμόγελο και μου κλείνει το μάτι, κρυφά να μην τη δει η δασκάλα της.. Ανατρίχιασα σύγκορμη!  «Ήθελα να φύγω νωρίτερα, να το παίξω άρρωστη, για να τρελαθεί από την  αγωνία του ο Τάκης, το έχω δει στην τηλεόραση, πάντα πιάνει..» (Τώρα γιατί σκέφτηκα απευθείας τον Ηρώδη, αυτό είναι υπόθεση ψυχολόγου.. Αχ, Ηρώδη! Αχ!) «Παιδί μου θέλεις να με τρελάνεις;» «Καλά βρε μαμά, τίποτα δεν καταλαβαίνεις. Απορώ πώς παντρεύτηκες.. μέσο έβαλες;» (Μέσα μου ένιωθα έτοιμη να εκραγώ αλλά συγκρατήθηκα.. παιδί μου είναι, τι να έκανα;)

Στο σπίτι μας περίμενε η «μητέρα», η πεθερά μου η Ασπασία, ναι μια από αυτές τις υπέροχες πεθερές που ζουν για να βασανίζουν τη νύφη τους. Την είχα καλέσει για να φυλάξει το παιδί μέχρι να γυρίσω από τη δουλειά. «Βρε κόρη μου, τι ακαταστασία είναι αυτή, ευτυχώς που ήρθα για να βάλω μια τάξη.» «Μητέρα, αφήστε το σπίτι, για την Αρετή δε θα με ρωτήσετε;» «Για το παιδί; Άντε καλέ, μου είχε πει από χθες τα σχέδιά της, τι κατεργάρικο που είναι όμως.. θα πάει πολύ μπροστά! Άντε βιάσου τώρα, θα αργήσεις στη δουλειά.» (Και η πεθερά μου στο κόλπο. Κόλπος μου ήρθε αλλά συγκρατήθηκα..) Ναι, έπρεπε να βιαστώ και επιπλέον να καλύψω το κενό με υπερωρίες.. η καλύτερη της πεθεράς μου.
Γυρνώντας αργά το απόγευμα με περίμενε και άλλη έκπληξη, ο Μιχάλης, το στεφάνι μου το τιμημένο (αυτό τώρα με κάτι άλλο ομοιοκαταληκτεί αλλά δεν είναι της παρούσης), είχε καλέσει τους φίλους του να δουν τον αγώνα. «Θα ετοιμάσεις κάτι πρόχειρο να τσιμπάμε βλέποντας τον αγώνα;» «Κάτι πρόχειρο, για πέντε άτομα, σε αυτή τη ζωή.. ξέχνα το! Πίτσες, μπίρες και ξερό ψωμί. Είμαι πτώμα!» Αυτά του τα είπα με το μάτι να γυαλίζει και ύφος υποψήφιου δολοφόνου, οπότε δεν έφερε καμιά αντίρρηση.


Μάζεψα τα κομμάτια μου και συνέχισα την ονειρεμένη ζωή μου, με πλυντήριο, σιδέρωμα, μαγείρεμα για την επομένη και διάβασμα της Αρετής. Τώρα που σου γράφω είμαι λίγο πριν την ολική κατάρρευση, γι' αυτό λέω να κοιμηθώ, άλλωστε αύριο έχουμε το ίδιο έργο σ' επανάληψη.. Καλόν ύπνο να έχω και καλό μου κουράγιο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Δείτε επίσης...